- χορτάσει
- χορτάζωfeedaor subj act 3rd sg (epic)χορτάζωfeedfut ind mid 2nd sgχορτάζωfeedfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακόρεστος — Ο αχόρταγος, ο άπληστος, (αρχ.) αυτός που δεν προκαλεί κορεσμό, ο ακατάπαυστος. α. ατμός (Φυσ.). Ατμός που σε ορισμένη θερμοκρασία δεν περιέχει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα της ουσίας στην αέρια φάση. Ο ατμός αυτός υπακούει, κατά προσέγγιση, στους… … Dictionary of Greek
αχόρταγος — και αχόρταστος, η, ο (AM ἀχόρταστος, ον [χορτάζω] αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος 2. λαίμαργος, αδηφάγος 3. ανικανοποίητος … Dictionary of Greek
γλάρος — Κοινή ονομασία διάφορων στεγανοπόδων πτηνών της οικογένειας των λαριδών. Λέγεται και λάρος. Ο γ. έχει σώμα ατρακτοειδές και φτερούγες πολύ μακριές και μάλλον μυτερές· η ουρά του έχει μέτριες διαστάσεις, ενώ η άκρη της είναι ελαφρά στρογγυλεμένη ή … Dictionary of Greek
καταχορταίνω — (Μ καταχορταίνω) 1. χορταίνω πολύ ή κάνω κάποιον να χορτάσει εντελώς την πείνα του 2. βαριέμαι, μπουχτίζω 3. παρέχω σε κάποιον κάτι σε μεγάλη ποσότητα, γεμίζω κάποιον με κάτι 4. απολαμβάνω πολύ κάτι ώς τον κορεσμό, καμαρώνω, χαίρομαι κάποιον ή… … Dictionary of Greek
μπουχτίζω — 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να χορτάσει από μεγάλη ποσότητα τροφής 2. (αμτβ.) χορταίνω μέχρι αηδίας από μεγάλη ποσότητα φαγητού, καταλαμβάνομαι από κόρο 3. μτφ. αδυνατώ να ανεχθώ περισσότερο κάτι, βαριέμαι («μπούχτισα πια να σέ ακούω»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παραχορταίνω — 1. (αμτβ.) χορταίνω υπέρμετρα, χορταίνω πάρα πολύ, ώς τον κορεσμό 2. μτφ. απολαμβάνω κάτι πέρα από τα όρια, μπουχτίζω («παραχορτάσαμε τις διασκεδάσεις» 3. (μτβ.) χορταίνω κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει, κάνω κάποιον να χορτάσει υπερβολικά … Dictionary of Greek
τριπάχυιος — ον, Α (για τον δαίμονα τής γενιάς τών Ατρειδών) αυτός που έχει παχύνει, που έχει χορτάσει τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + παχύς + κατάλ. ιος. Ο τ. πάντως θεωρείται αμφίβολος και έχει προταθεί η διόρθωση του σε έναν τ. τριπάχυντος (< τρι * + … Dictionary of Greek
χορτάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει χορτάσει 2. (κατ επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.) 3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» βλ. πίτα β) «ο χορτάτος τού νηστικού… … Dictionary of Greek
χορταίνω — Ν 1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός 2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.) 3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό») β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του») 4. παροιμ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek